kruidenierswinkel - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

kruidenierswinkel - translation to Αγγλικά


kruidenierswinkel      
n. grocery
grocery store         
  • A grocer within the [[Cheung Hong Estate]] in [[Hong Kong]]
  • access-date=19 March 2014}}</ref>
  • Convenience store on the corner in [[Tomaszów Mazowiecki]], Poland
  • [[Packaged food]] aisles in a [[hypermarket]]
  • Ottawa, Ontario]], Canada. Grocery stores specializing in imported so-called "ethnic" foods are popular in many immigrant communities, offering imported food that large supermarket chains do not
  • Johnson and Smith Grocers & commission house in Macon, GA, 1876.
  • K-Market]] grocery store in Kasperi, [[Seinäjoki]], [[Finland]]
  • Over-the-counter grocery store in [[Portugal]]
  • A [[milk bar]] in [[Mosgiel]], [[New Zealand]]
  • A grocery store in a village in [[Oman]]
  • [[Piggly Wiggly]] was the first [[self-service]] grocery store, opening in 1916.
  • Malmi]], [[Helsinki]], [[Finland]]
  • [[R-Kioski]] convenience store in [[Vimpeli]], [[Finland]]
  • Surplus food for sale in the U.S. in 1936
  • A grocery in [[Taliparamba]], India
  • Jumbo]] hypermarket in Argentina
RETAIL STORE THAT PRIMARILY SELLS FOOD AND OTHER HOUSEHOLD SUPPLIES
Grocery; Groceries; Grocer; Grocery stores; Grocery Store; Grocery retail store; Grocery retail stores; Grocery retail market; Grocery retail markets; Grocery market; Grocery markets; Grocery retailing; Grocery retailer; Grocery retailers; Grocerystore; Grocery shop; Purveyors; Purveyed; Purveying; Grocery shopping; Grocer's; Grocer's shop; Grocers' shops; Food store; Food retailer; Ethnic market
kruidenierswinkel
grocery      
n. kruidenierswinkel